Μένων
??????? ???????????? /
- Created on 2024-10-23 20:47:42
- Aligned by ??????? ????????????
Ἑλληνική Transliterate
Ἑλληνική Transliterate
ΜΕΝ . Ἔχεις μοι εἰπεῖν , ὦ Σώκρατες , ἆρα διδακτὸν ἡ ἀρετή; ἢ οὐ διδακτὸν ἀλλ’ ἀσκητόν; ἢ οὔτε ἀσκητὸν οὔτε μαθητόν , ἀλλὰ φύσει παραγίγνεται τοῖς ἀνθρώποις ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ;
ΣΩ . Ὦ Μένων , πρὸ τοῦ μὲν Θετταλοὶ εὐδόκιμοι ἦσαν ἐν τοῖς Ἕλλησιν καὶ ἐθαυμάζοντο ἐφ’ ἱππικῇ τε καὶ πλούτῳ , νῦν δέ , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , καὶ ἐπὶ σοφίᾳ , καὶ οὐχ ἥκιστα οἱ τοῦ σοῦ ἑταίρου Ἀριστίππου πολῖται Λαρισαῖοι . τούτου δὲ ὑμῖν αἴτιός ἐστι Γοργίας · ἀφικόμενος γὰρ εἰς τὴν πόλιν ἐραστὰς ἐπὶ σοφίᾳ εἴληφεν Ἀλευαδῶν τε τοὺς πρώτους , ὧν ὁ σὸς ἐραστής ἐστιν Ἀρίστιππος , καὶ τῶν ἄλλων Θετταλῶν . καὶ δὴ καὶ τοῦτο τὸ ἔθος ὑμᾶς εἴθικεν , ἀφόβως τε καὶ μεγαλοπρεπῶς ἀποκρίνεσθαι ἐάν τίς τι ἔρηται , ὥσπερ εἰκὸς τοὺς εἰδότας , ἅτε καὶ αὐτὸς παρέχων αὑτὸν ἐρωτᾶν τῶν Ἑλλήνων τῷ βουλομένῳ ὅτι ἄν τις βούληται , καὶ οὐδενὶ ὅτῳ οὐκ ἀποκρινόμενος . ἐνθάδε δέ , ὦ φίλε Μένων , τὸ ἐναντίον περιέστηκεν · ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας γέγονεν , καὶ κινδυνεύει ἐκ τῶνδε τῶν τόπων παρ’ ὑμᾶς οἴχεσθαι ἡ σοφία . εἰ γοῦν τινα ἐθέλεις οὕτως ἐρέσθαι τῶν ἐνθάδε , οὐδεὶς ὅστις οὐ γελάσεται καὶ ἐρεῖ · «Ὦ ξένε , κινδυνεύω σοι δοκεῖν μακάριός τις εἶναι ―ἀρετὴν γοῦν εἴτε διδακτὸν εἴθ’ ὅτῳ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι― ἐγὼ δὲ τοσοῦτον δέω εἴτε διδακτὸν εἴτε μὴ διδακτὸν εἰδέναι , ὥστ’ οὐδὲ αὐτὸ ὅτι ποτ’ ἐστὶ τὸ παράπαν ἀρετὴ τυγχάνω εἰδώς» .
Ἐγὼ οὖν καὶ αὐτός , ὦ Μένων , οὕτως ἔχω · συμπένομαι τοῖς πολίταις τούτου τοῦ πράγματος , καὶ ἐμαυτὸν καταμέμφομαι ὡς οὐκ εἰδὼς περὶ ἀρετῆς τὸ παράπαν · ὃ δὲ μὴ οἶδα τί ἐστιν , πῶς ἂν ὁποῖόν γέ τι εἰδείην; ἢ δοκεῖ σοι οἷόν τε εἶναι , ὅστις Μένωνα μὴ γιγνώσκει τὸ παράπαν ὅστις ἐστίν , τοῦτον εἰδέναι εἴτε καλὸς εἴτε πλούσιος εἴτε καὶ γενναῖός ἐστιν , εἴτε καὶ τἀναντία τούτων; δοκεῖ σοι οἷόν τ’ εἶναι;
ΜΕΝ . Οὐκ ἔμοιγε . ἀλλὰ σύ , ὦ Σώκρατες , ἀληθῶς οὐδ’ ὅτι ἀρετή ἐστιν οἶσθα , ἀλλὰ ταῦτα περὶ σοῦ καὶ οἴκαδε ἀπαγγέλλωμεν;
ΣΩ . Μὴ μόνον γε , ὦ ἑταῖρε , ἀλλὰ καὶ ὅτι οὐδ’ ἄλλῳ πω ἐνέτυχον εἰδότι , ὡς ἐμοὶ δοκῶ .
ΜΕΝ . Τί δέ; Γοργίᾳ οὐκ ἐνέτυχες ὅτε ἐνθάδε ἦν;
ΣΩ . Ἔγωγε .
ΜΕΝ . Εἶτα οὐκ ἐδόκει σοι εἰδέναι;
ΣΩ . Οὐ πάνυ εἰμὶ μνήμων , ὦ Μένων , ὥστε οὐκ ἔχω εἰπεῖν ἐν τῷ παρόντι πῶς μοι τότε ἔδοξεν . ἀλλ’ ἴσως ἐκεῖνός τε οἶδε , καὶ σὺ ἃ ἐκεῖνος ἔλεγε · ἀνάμνησον οὖν με πῶς ἔλεγεν . εἰ δὲ βούλει , αὐτὸς εἰπέ · δοκεῖ γὰρ δήπου σοὶ ἅπερ ἐκείνῳ .
ΜΕΝ . Ἔμοιγε .
ΣΩ . Ἐκεῖνον μὲν τοίνυν ἐῶμεν , ἐπειδὴ καὶ ἄπεστιν · σὺ δὲ αὐτός , ὦ πρὸς θεῶν , Μένων , τί φῂς ἀρετὴν εἶναι; εἶπον καὶ μὴ φθονήσῃς , ἵνα εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος ὦ , ἂν φανῇς σὺ μὲν εἰδὼς καὶ Γοργίας , ἐγὼ δὲ εἰρηκὼς μηδενὶ πώποτε εἰδότι ἐντετυχηκέναι .
ΣΩ . Ὦ Μένων , πρὸ τοῦ μὲν Θετταλοὶ εὐδόκιμοι ἦσαν ἐν τοῖς Ἕλλησιν καὶ ἐθαυμάζοντο ἐφ’ ἱππικῇ τε καὶ πλούτῳ , νῦν δέ , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , καὶ ἐπὶ σοφίᾳ , καὶ οὐχ ἥκιστα οἱ τοῦ σοῦ ἑταίρου Ἀριστίππου πολῖται Λαρισαῖοι . τούτου δὲ ὑμῖν αἴτιός ἐστι Γοργίας · ἀφικόμενος γὰρ εἰς τὴν πόλιν ἐραστὰς ἐπὶ σοφίᾳ εἴληφεν Ἀλευαδῶν τε τοὺς πρώτους , ὧν ὁ σὸς ἐραστής ἐστιν Ἀρίστιππος , καὶ τῶν ἄλλων Θετταλῶν . καὶ δὴ καὶ τοῦτο τὸ ἔθος ὑμᾶς εἴθικεν , ἀφόβως τε καὶ μεγαλοπρεπῶς ἀποκρίνεσθαι ἐάν τίς τι ἔρηται , ὥσπερ εἰκὸς τοὺς εἰδότας , ἅτε καὶ αὐτὸς παρέχων αὑτὸν ἐρωτᾶν τῶν Ἑλλήνων τῷ βουλομένῳ ὅτι ἄν τις βούληται , καὶ οὐδενὶ ὅτῳ οὐκ ἀποκρινόμενος . ἐνθάδε δέ , ὦ φίλε Μένων , τὸ ἐναντίον περιέστηκεν · ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας γέγονεν , καὶ κινδυνεύει ἐκ τῶνδε τῶν τόπων παρ’ ὑμᾶς οἴχεσθαι ἡ σοφία . εἰ γοῦν τινα ἐθέλεις οὕτως ἐρέσθαι τῶν ἐνθάδε , οὐδεὶς ὅστις οὐ γελάσεται καὶ ἐρεῖ · «Ὦ ξένε , κινδυνεύω σοι δοκεῖν μακάριός τις εἶναι ―ἀρετὴν γοῦν εἴτε διδακτὸν εἴθ’ ὅτῳ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι― ἐγὼ δὲ τοσοῦτον δέω εἴτε διδακτὸν εἴτε μὴ διδακτὸν εἰδέναι , ὥστ’ οὐδὲ αὐτὸ ὅτι ποτ’ ἐστὶ τὸ παράπαν ἀρετὴ τυγχάνω εἰδώς» .
Ἐγὼ οὖν καὶ αὐτός , ὦ Μένων , οὕτως ἔχω · συμπένομαι τοῖς πολίταις τούτου τοῦ πράγματος , καὶ ἐμαυτὸν καταμέμφομαι ὡς οὐκ εἰδὼς περὶ ἀρετῆς τὸ παράπαν · ὃ δὲ μὴ οἶδα τί ἐστιν , πῶς ἂν ὁποῖόν γέ τι εἰδείην; ἢ δοκεῖ σοι οἷόν τε εἶναι , ὅστις Μένωνα μὴ γιγνώσκει τὸ παράπαν ὅστις ἐστίν , τοῦτον εἰδέναι εἴτε καλὸς εἴτε πλούσιος εἴτε καὶ γενναῖός ἐστιν , εἴτε καὶ τἀναντία τούτων; δοκεῖ σοι οἷόν τ’ εἶναι;
ΜΕΝ . Οὐκ ἔμοιγε . ἀλλὰ σύ , ὦ Σώκρατες , ἀληθῶς οὐδ’ ὅτι ἀρετή ἐστιν οἶσθα , ἀλλὰ ταῦτα περὶ σοῦ καὶ οἴκαδε ἀπαγγέλλωμεν;
ΣΩ . Μὴ μόνον γε , ὦ ἑταῖρε , ἀλλὰ καὶ ὅτι οὐδ’ ἄλλῳ πω ἐνέτυχον εἰδότι , ὡς ἐμοὶ δοκῶ .
ΜΕΝ . Τί δέ; Γοργίᾳ οὐκ ἐνέτυχες ὅτε ἐνθάδε ἦν;
ΣΩ . Ἔγωγε .
ΜΕΝ . Εἶτα οὐκ ἐδόκει σοι εἰδέναι;
ΣΩ . Οὐ πάνυ εἰμὶ μνήμων , ὦ Μένων , ὥστε οὐκ ἔχω εἰπεῖν ἐν τῷ παρόντι πῶς μοι τότε ἔδοξεν . ἀλλ’ ἴσως ἐκεῖνός τε οἶδε , καὶ σὺ ἃ ἐκεῖνος ἔλεγε · ἀνάμνησον οὖν με πῶς ἔλεγεν . εἰ δὲ βούλει , αὐτὸς εἰπέ · δοκεῖ γὰρ δήπου σοὶ ἅπερ ἐκείνῳ .
ΜΕΝ . Ἔμοιγε .
ΣΩ . Ἐκεῖνον μὲν τοίνυν ἐῶμεν , ἐπειδὴ καὶ ἄπεστιν · σὺ δὲ αὐτός , ὦ πρὸς θεῶν , Μένων , τί φῂς ἀρετὴν εἶναι; εἶπον καὶ μὴ φθονήσῃς , ἵνα εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος ὦ , ἂν φανῇς σὺ μὲν εἰδὼς καὶ Γοργίας , ἐγὼ δὲ εἰρηκὼς μηδενὶ πώποτε εἰδότι ἐντετυχηκέναι .
ΜΕΝ
.
Μπορεῖς
νὰ
μοῦ
ἀπαντήσῃς
,
Σωκράτη
:
ἡ
ἀρετὴ
διδάσκεται
,
ἢ
δέ
διδάσκεται
ἀλλ’
ἐξασκεῖται
,
ἢ
οὔτ’
ἐξασκεῖται
οὔτε
μαθαίνεται
,
ἀλλὰ
ἐκ
φύσεως
ἐνυπάρχει
στοὺς
ἀνθρώπους
ἢ
μ’
ἄλλο
τρόπο
;
ΣΩ . Ὥς τὰ σήμερα , Μένων , οἱ Θεσσαλοὶ φημίζονταν ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ θαυμάζονταν γιὰ τὴν ἱππευτικὴ δεξιότητα καὶ τὸν πλοῦτο τους , μὰ τώραδὰ θαρρῶ καὶ γιὰ τὴ σοφία τους – προπάντων οἱ συμπολῖτες τοῦ φιλαράκου σου τ’ Ἀρίστιππου , οἱ Λαρισαῖοι ! Γι’ αὐτὸ εὐθύνετ’ ὁ Γοργίας : σὰν ἔφτασε στὴν πόλη , ἔκαν’ ὁπαδοὺς τῆς σοφίας του τοὺς ἐπιφανέστερους τῶν Ἀλευάδων – μεταξύ τους κ’ ὁ ἐραστής σου ὁ Ἀρίστιππος – καὶ τοὺς ρέστους Θεσσαλούς · σᾶς κόλλησε μάλιστα κι αὐτὸ τὸ συνήθιο : ἄφοβα καὶ μεγαλόπρεπα ν’ ἀποκρίνεστε στὴν ὅ π ο ι α ἐρώτηση , σάμπως εἰδήμονες , ὅπως κι ἁτός του δέχεται νὰ τὸν ρωτήσῃ ὁποιοσδήποτ’ Ἕλληνας τ’ ὁτιδήποτε , χωρὶς ν’ ἀφήνῃ τ ί π ο τ’ ἀναπάντητο ! Ἐδῶ , παραταῦτα , ἀγαπητὲ Μένων , ἔχει συμβῇ τ’ ἀνάποδο : σάματις ξ η ρ α σ ί α νάπεσε στὴ σοφία μας – λίγο θέλει νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰ μέρη μας καὶ νὰ ’ρθῇ πρὸς τὰ σᾶς ! . . Ἂν ἀνταμώσῃς λοιπὸν κανὰ ντόπιο καὶ τὸν ρωτήσῃς , θενὰ γελάσῃ καὶ θὰ σοῦ πῇ : «Ξένε , θὰ σοῦ φαντάζω ἄνθρωπος μακάριος – ποὺ ξέρει ἂν ἡ ἀρετὴ διδάσκεται ἢ πῶς ἀποκτιέται · ἀλλὰ ἐγώ , τόσο ἀπέχω ἀπ’ τὴ γνώση , ποὺ καλά-καλὰ δέν ξέρω τί εἶναι κ ἄ ν ἡ ἀρετή ! »
Κι ἐλόγου μου , Μένων , μιά ἀπ’ τὰ ἴδια εἶμαι : συναπορῶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους κι αὐτοκατηγοριέμαι ποὺ δέν ξέρω τὴν τύφλα μου γι’ ἀρετή . Καὶ ὅ , τι δέ γνωρίζω τί εἶναι , πῶς νὰ ξέρω τί εἴδους εἶναι ; Ἤ θαρρεῖς πὼς κάποιος ποὺ δέ γνωρίζει τὸ Μένωνα μπορεῖ νὰ πῇ ἂν εἶν’ ὡραῖος εἴτε πλούσιος εἴτ’ ὑψηλῆς καταγωγῆς εἴτε τ’ ἀντίθετα ; Σοῦ φαίνεται πὼς μπορεῖ ;
ΜΕΝ . Ὄχι βέβαια ! Ἀλλά , Σωκράτη , στ’ ἀλήθια δέν ξέρεις τί εἶναι ἡ ἀρετή ; . - αὐτό νὰ πῶ γιὰ σένα πίσω στὴν πατρίδα ;
ΣΩ . Καὶ ὄχι μόνον , φίλε μου , μὰ καὶ πὼς δέ συνάντησα κανέναν ποὺ νὰ ξέρῃ – ἔτσι νομίζω !
ΜΕΝ . Πῶς ! Τὸ Γοργία δέν τὸν συνάντησες σὰν ἦταν ἐδῶ ;
ΣΩ . Φυσικά .
ΜΕΝ . Καὶ δέν τὸν ἔκοψες νὰ ξέρῃ ;
ΣΩ . Ὥς τὰ σήμερα , Μένων , οἱ Θεσσαλοὶ φημίζονταν ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ θαυμάζονταν γιὰ τὴν ἱππευτικὴ δεξιότητα καὶ τὸν πλοῦτο τους , μὰ τώραδὰ θαρρῶ καὶ γιὰ τὴ σοφία τους – προπάντων οἱ συμπολῖτες τοῦ φιλαράκου σου τ’ Ἀρίστιππου , οἱ Λαρισαῖοι ! Γι’ αὐτὸ εὐθύνετ’ ὁ Γοργίας : σὰν ἔφτασε στὴν πόλη , ἔκαν’ ὁπαδοὺς τῆς σοφίας του τοὺς ἐπιφανέστερους τῶν Ἀλευάδων – μεταξύ τους κ’ ὁ ἐραστής σου ὁ Ἀρίστιππος – καὶ τοὺς ρέστους Θεσσαλούς · σᾶς κόλλησε μάλιστα κι αὐτὸ τὸ συνήθιο : ἄφοβα καὶ μεγαλόπρεπα ν’ ἀποκρίνεστε στὴν ὅ π ο ι α ἐρώτηση , σάμπως εἰδήμονες , ὅπως κι ἁτός του δέχεται νὰ τὸν ρωτήσῃ ὁποιοσδήποτ’ Ἕλληνας τ’ ὁτιδήποτε , χωρὶς ν’ ἀφήνῃ τ ί π ο τ’ ἀναπάντητο ! Ἐδῶ , παραταῦτα , ἀγαπητὲ Μένων , ἔχει συμβῇ τ’ ἀνάποδο : σάματις ξ η ρ α σ ί α νάπεσε στὴ σοφία μας – λίγο θέλει νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰ μέρη μας καὶ νὰ ’ρθῇ πρὸς τὰ σᾶς ! . . Ἂν ἀνταμώσῃς λοιπὸν κανὰ ντόπιο καὶ τὸν ρωτήσῃς , θενὰ γελάσῃ καὶ θὰ σοῦ πῇ : «Ξένε , θὰ σοῦ φαντάζω ἄνθρωπος μακάριος – ποὺ ξέρει ἂν ἡ ἀρετὴ διδάσκεται ἢ πῶς ἀποκτιέται · ἀλλὰ ἐγώ , τόσο ἀπέχω ἀπ’ τὴ γνώση , ποὺ καλά-καλὰ δέν ξέρω τί εἶναι κ ἄ ν ἡ ἀρετή ! »
Κι ἐλόγου μου , Μένων , μιά ἀπ’ τὰ ἴδια εἶμαι : συναπορῶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους κι αὐτοκατηγοριέμαι ποὺ δέν ξέρω τὴν τύφλα μου γι’ ἀρετή . Καὶ ὅ , τι δέ γνωρίζω τί εἶναι , πῶς νὰ ξέρω τί εἴδους εἶναι ; Ἤ θαρρεῖς πὼς κάποιος ποὺ δέ γνωρίζει τὸ Μένωνα μπορεῖ νὰ πῇ ἂν εἶν’ ὡραῖος εἴτε πλούσιος εἴτ’ ὑψηλῆς καταγωγῆς εἴτε τ’ ἀντίθετα ; Σοῦ φαίνεται πὼς μπορεῖ ;
ΜΕΝ . Ὄχι βέβαια ! Ἀλλά , Σωκράτη , στ’ ἀλήθια δέν ξέρεις τί εἶναι ἡ ἀρετή ; . - αὐτό νὰ πῶ γιὰ σένα πίσω στὴν πατρίδα ;
ΣΩ . Καὶ ὄχι μόνον , φίλε μου , μὰ καὶ πὼς δέ συνάντησα κανέναν ποὺ νὰ ξέρῃ – ἔτσι νομίζω !
ΜΕΝ . Πῶς ! Τὸ Γοργία δέν τὸν συνάντησες σὰν ἦταν ἐδῶ ;
ΣΩ . Φυσικά .
ΜΕΝ . Καὶ δέν τὸν ἔκοψες νὰ ξέρῃ ;