Pope 9.480-499
Maria Curley /
- Created on 2024-06-13 18:01:35
- Modified on 2024-07-20 00:00:22
- Translated by Alexander Pope (1725)
- Aligned by Maria Curley
Ἑλληνική Transliterate
English
480-499
ὣς ἐφάμην , ὁ δʼ ἔπειτα χολώσατο κηρόθι μᾶλλον ,
ἧκε δʼ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο ,
κὰδ δʼ ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρῴροιο
τυτθόν , ἐδεύησεν δʼ οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι ,
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ·
τὴν δʼ αἶψʼ ἤπειρόνδε παλιρρόθιον φέρε κῦμα ,
πλημυρὶς ἐκ πόντοιο , θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι .
αὐτὰρ ἐγὼ χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντὸν
ὦσα παρέξ , ἑτάροισι δʼ ἐποτρύνας ἐκέλευσα
ἐμβαλέειν κώπῃς , ἵνʼ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν ,
κρατὶ κατανεύων · οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον .
ἀλλʼ ὅτε δὴ δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν ,
καὶ τότε δὴ Κύκλωπα προσηύδων · ἀμφὶ δʼ ἑταῖροι
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος ·
σχέτλιε , τίπτʼ ἐθέλεις ἐρεθιζέμεν ἄγριον ἄνδρα ;
ὃς καὶ νῦν πόντονδε βαλὼν βέλος ἤγαγε νῆα
αὖτις ἐς ἤπειρον , καὶ δὴ φάμεν αὐτόθʼ ὀλέσθαι .
εἰ δὲ φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος ἄκουσε ,
σύν κεν ἄραξʼ ἡμέων κεφαλὰς καὶ νήια δοῦρα
μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών · τόσσον γὰρ ἵησιν .
ἧκε δʼ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο ,
κὰδ δʼ ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρῴροιο
τυτθόν , ἐδεύησεν δʼ οἰήιον ἄκρον ἱκέσθαι ,
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης ·
τὴν δʼ αἶψʼ ἤπειρόνδε παλιρρόθιον φέρε κῦμα ,
πλημυρὶς ἐκ πόντοιο , θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι .
αὐτὰρ ἐγὼ χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντὸν
ὦσα παρέξ , ἑτάροισι δʼ ἐποτρύνας ἐκέλευσα
ἐμβαλέειν κώπῃς , ἵνʼ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν ,
κρατὶ κατανεύων · οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον .
ἀλλʼ ὅτε δὴ δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν ,
καὶ τότε δὴ Κύκλωπα προσηύδων · ἀμφὶ δʼ ἑταῖροι
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος ·
σχέτλιε , τίπτʼ ἐθέλεις ἐρεθιζέμεν ἄγριον ἄνδρα ;
ὃς καὶ νῦν πόντονδε βαλὼν βέλος ἤγαγε νῆα
αὖτις ἐς ἤπειρον , καὶ δὴ φάμεν αὐτόθʼ ὀλέσθαι .
εἰ δὲ φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος ἄκουσε ,
σύν κεν ἄραξʼ ἡμέων κεφαλὰς καὶ νήια δοῦρα
μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών · τόσσον γὰρ ἵησιν .
"
These
words
the
Cyclop’s
burning
rage
provoke
;
From the tall hill he rends a pointed rock ;
High o’er the billows flew the massy load ,
And near the ship came thundering on the flood .
It almost brush’d the helm , and fell before :
The whole sea shook , and refluent beat the shore ,
The strong concussion on the heaving tide
Roll’d back the vessel to the island’s side :
Again I shoved her off : our fate to fly ,
Each nerve we stretch , and every oar we ply .
Just ’scaped impending death , when now again
We twice as far had furrow’d back the main ,
Once more I raise my voice ; my friends , afraid ,
With mild entreaties my design dissuade :
‘What boots the godless giant to provoke ,
Whose arm may sink us at a single stroke ?
Already when the dreadful rock he threw ,
Old Ocean shook , and back his surges flew .
The sounding voice directs his aim again ;
The rock o’erwhelms us , and we ’scaped in vain . ’
From the tall hill he rends a pointed rock ;
High o’er the billows flew the massy load ,
And near the ship came thundering on the flood .
It almost brush’d the helm , and fell before :
The whole sea shook , and refluent beat the shore ,
The strong concussion on the heaving tide
Roll’d back the vessel to the island’s side :
Again I shoved her off : our fate to fly ,
Each nerve we stretch , and every oar we ply .
Just ’scaped impending death , when now again
We twice as far had furrow’d back the main ,
Once more I raise my voice ; my friends , afraid ,
With mild entreaties my design dissuade :
‘What boots the godless giant to provoke ,
Whose arm may sink us at a single stroke ?
Already when the dreadful rock he threw ,
Old Ocean shook , and back his surges flew .
The sounding voice directs his aim again ;
The rock o’erwhelms us , and we ’scaped in vain . ’