Pope 9.444-463
Maria Curley /
- Created on 2024-06-12 17:00:27
- Modified on 2024-07-20 02:59:16
- Translated by Alexander Pope (1725)
- Aligned by Maria Curley
Ἑλληνική Transliterate
English
ὕστατος ἀρνειὸς μήλων ἔστειχε θύραζε
λάχνῳ στεινόμενος καὶ ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι .
τὸν δʼ ἐπιμασσάμενος προσέφη κρατερὸς Πολύφημος ·
κριὲ πέπον , τί μοι ὧδε διὰ σπέος ἔσσυο μήλων
ὕστατος ; οὔ τι πάρος γε λελειμμένος ἔρχεαι οἰῶν ,
ἀλλὰ πολὺ πρῶτος νέμεαι τέρενʼ ἄνθεα ποίης
μακρὰ βιβάς , πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις ,
πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι
ἑσπέριος · νῦν αὖτε πανύστατος . ἦ σύ γʼ ἄνακτος
ὀφθαλμὸν ποθέεις , τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε
σὺν λυγροῖς ἑτάροισι δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ ,
Οὖτις , ὃν οὔ πώ φημι πεφυγμένον εἶναι ὄλεθρον .
εἰ δὴ ὁμοφρονέοις ποτιφωνήεις τε γένοιο
εἰπεῖν ὅππῃ κεῖνος ἐμὸν μένος ἠλασκάζει ·
τῷ κέ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ἄλλυδις ἄλλῃ
θεινομένου ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ , κὰδ δέ κʼ ἐμὸν κῆρ
λωφήσειε κακῶν , τά μοι οὐτιδανὸς πόρεν Οὖτις .
ὣς εἰπὼν τὸν κριὸν ἀπὸ ἕο πέμπε θύραζε .
ἐλθόντες δʼ ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους τε καὶ αὐλῆς
πρῶτος ὑπʼ ἀρνειοῦ λυόμην , ὑπέλυσα δʼ ἑταίρους .
λάχνῳ στεινόμενος καὶ ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι .
τὸν δʼ ἐπιμασσάμενος προσέφη κρατερὸς Πολύφημος ·
κριὲ πέπον , τί μοι ὧδε διὰ σπέος ἔσσυο μήλων
ὕστατος ; οὔ τι πάρος γε λελειμμένος ἔρχεαι οἰῶν ,
ἀλλὰ πολὺ πρῶτος νέμεαι τέρενʼ ἄνθεα ποίης
μακρὰ βιβάς , πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις ,
πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι
ἑσπέριος · νῦν αὖτε πανύστατος . ἦ σύ γʼ ἄνακτος
ὀφθαλμὸν ποθέεις , τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε
σὺν λυγροῖς ἑτάροισι δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ ,
Οὖτις , ὃν οὔ πώ φημι πεφυγμένον εἶναι ὄλεθρον .
εἰ δὴ ὁμοφρονέοις ποτιφωνήεις τε γένοιο
εἰπεῖν ὅππῃ κεῖνος ἐμὸν μένος ἠλασκάζει ·
τῷ κέ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ἄλλυδις ἄλλῃ
θεινομένου ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ , κὰδ δέ κʼ ἐμὸν κῆρ
λωφήσειε κακῶν , τά μοι οὐτιδανὸς πόρεν Οὖτις .
ὣς εἰπὼν τὸν κριὸν ἀπὸ ἕο πέμπε θύραζε .
ἐλθόντες δʼ ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους τε καὶ αὐλῆς
πρῶτος ὑπʼ ἀρνειοῦ λυόμην , ὑπέλυσα δʼ ἑταίρους .
"
The
master
ram
at
last
approach’d
the
gate
,
Charged with his wool , and with Ulysses’ fate .
Him while he pass’d , the monster blind bespoke :
‘What makes my ram the lag of all the flock ?
First thou wert wont to crop the flowery mead ,
First to the field and river’s bank to lead ,
And first with stately step at evening hour
Thy fleecy fellows usher to their bower .
Now far the last , with pensive pace and slow
Thou movest , as conscious of thy master’s woe !
Seest thou these lids that now unfold in vain ?
( The deed of Noman and his wicked train ! )
Oh ! did’st thou feel for thy afflicted lord ,
And would but Fate the power of speech afford .
Soon might’st thou tell me , where in secret here
The dastard lurks , all trembling with his fear :
Swung round and round , and dash’d from rock to rock ,
His battered brains should on the pavement smoke
No ease , no pleasure my sad heart receives ,
While such a monster as vile Noman lives . ’
" The giant spoke , and through the hollow rock
Dismiss’d the ram , the father of the flock .
No sooner freed , and through the inclosure pass’d ,
First I release myself , my fellows last :
Charged with his wool , and with Ulysses’ fate .
Him while he pass’d , the monster blind bespoke :
‘What makes my ram the lag of all the flock ?
First thou wert wont to crop the flowery mead ,
First to the field and river’s bank to lead ,
And first with stately step at evening hour
Thy fleecy fellows usher to their bower .
Now far the last , with pensive pace and slow
Thou movest , as conscious of thy master’s woe !
Seest thou these lids that now unfold in vain ?
( The deed of Noman and his wicked train ! )
Oh ! did’st thou feel for thy afflicted lord ,
And would but Fate the power of speech afford .
Soon might’st thou tell me , where in secret here
The dastard lurks , all trembling with his fear :
Swung round and round , and dash’d from rock to rock ,
His battered brains should on the pavement smoke
No ease , no pleasure my sad heart receives ,
While such a monster as vile Noman lives . ’
" The giant spoke , and through the hollow rock
Dismiss’d the ram , the father of the flock .
No sooner freed , and through the inclosure pass’d ,
First I release myself , my fellows last :